нажитой - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

нажитой - translation to πορτογαλικά


нажитой      
acumulado, ganho (no correr da vida, de um tempo)
bens advindo ao longo do casamento      
имущество, нажитое в браке
bens advindo ao longo do casamento      
имущество, нажитое в браке

Ορισμός

нажитой
НАЖИТ'ОЙ, нажитая, нажитое; нажит, нажита, нажито, НАЖИТЫЙ, нажитая, нажитое; нажит, нажита, нажито, и (·устар.) НАЖИТЫЙ, нажитая, нажитое; нажит, нажита, нажито. прич. страд. прош. вр. от нажить
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για нажитой
1. Практически все депортированные лишились собственности, нажитой годами.
2. По мнению ЮКОСа, ЮНГ является незаконно нажитой собственностью российской госкомпании.
3. Воссоединились мы с белорусами заново через много веков, имея раздельный, нажитой опыт.
4. При таких обстоятельствах квартира не может считаться нажитой вами совместно во время брака.
5. И как будет решена проблема сохранения собственности, нажитой при прежнем руководстве?